- χυτός
- χυτόςpouredmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτούς — χυτός poured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)